15 Ιουνίου 2016

Η ΚΟΡΗ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΝΑΣ κι Η ΚΟΡΗ ΤΗΣ ΠΛΑΤΕΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΝΑΣ

αρισμένο/Εγκαίνια
 Μουσείο της Ελεύθερνας/Καλό σου Ταξίδι
αρισμένο στους Ανασκαφείς/Σκαπανείς/Μαμούνια
 Ελεύθερνας/Αρχαίας Ελεύθερνας (Πρινέ)

* Προπαντός Χαρισμένο/Αρχαιολόγο
  Νίκο Σταμπολίδη

Φωνή/Ποιητή

Ήταν καιρός, ψιλόβρεχε, τη γη γλυκοφιλούσε
Ήρθε σιμά μου η έγνοια σου και τάραξε το βιός μου
Δεν είχα ύπνο κι άργησα να δω
Κι αν δω, δε δω εκείνο τον καιρό με ’κείνα τα κατάρτια
Δίχως πανιά
Να δω πανιά από μακριά
Κι από κοντά να σφίξω στην αγκάλη μου, την αγκαλιά σου
Γιατί έχει γράψει πόνο το στρατί
Βήμα το βήμα σου ακούραστο
Γιατί ’χει όνειρο κι ελπίδα το σκαρί
Έχει νερό και παξιμάδι
Γιατί οι νεκροί μας καρτερούν
Και πρέπει να βιαστούμε
Σ’ είδα μια μέρα σκοτεινή να χάνεσαι
Να ψήνεσαι στον πυρετό, ήταν ο ίδιος ο καιρός
Είχε 'να ήλιο σκοτεινό
Είχες το χέρι απλωμένο, μα μόνο αγέρας φύσαγε
Είχες το πρόσωπο ψηλά, μα καρτερικό, ποιος ξέρει
Ήσουνα εσύ, σε είδα
Άγνωστη γυναίκα, Λυγερή, Ψιλόκορμη
Φορούσες μαύρα, ολόμαυρα, όπου λιποθυμούσαν
Είχες τα μάτια σου βουβά και δάκρυ δε κυλούσε
Όνειρο πρέπει να ’ταν, μα ο πόλεμος πιο φοβερός
Όλα της μοίρας τα κακά, της τύχης τυλιγάδι
Κι όσα καλά στο δρόμο σου εγώ να σου χαρίσω

Κόρη της Ελεύθερνας/Λυγερόκορμη

Ήμουν παιδί ξυπόλυτο, στα όρη ακλουθούσα
Έτσι η τύχη διαρμίστηκε τον δρόμο που επήρα
Κι άνοιξα την αγκάλη μου και περπατώ με χάρη
Σιμά σας είναι η ζωή, σιμά χαμόγελά μου
Μα εγώ βασιλικό κρατώ στα ξεραμένα χείλη
Μυρίζω τον, μυρίζει με, με τη στοργή τη μύρια

Μα ποιο να 'ναι το καράβι, με ποιο καράβι, ποια κατάρτια
Με ποια πανιά, με ποιες φουρτούνες εμπρός μου
Πιο φοβερό σκοτάδι, μέσα σε μπόρα
Και ποιος σε θεόρατα κύματα ν’ αντισταθεί
Ήμουνα παιδούλα, δε γνώριζα τον ποιητή
Ήμουνα παιδούλα, φάνηκε σαν γέρασε ο ποιητής
Τι μου 'πε, τι του 'πα, και τι σιωπή
Άνοιξα την πόρτα τριάντα μερών, χρονών, αιώνων, ποιος ξέρει
Βγήκα σε λιόφυτο χωράφι
Πουλάκια, για βγέστε εκεί, ψηλά, χορέψτε στα κλαδάκια
Κελάηδημακελάηδισμα κι ο νιος του νου, κι ο γιος που καρτερεί

Γιατί αετέ μου τρυφερέ, γιατί αγκάλη τόση
Γιατί ο πόνος που βαστά στα κάλλη όπου τα ’χεις
Δεν ήξερες ποτέ, πόσο θα με πικράνεις
Πόσο η ζωή, ας είναι, αν η ζωή έχει σκαρί
Θα φέρει και θα πάρει, αν είναι ποτάμι α λάβρο
Αν νέμεσης βρεθεί να δώσει την ευχή της
Ωσάν ο αγέρας πέρδικα, αγέρας φτερουγίζει
Και μαντεμό στο λιγερμό στ' αστέρια που φεγγίζουν
Πεινώ, διψώ, έχω βλέμμα στεγνό, βλέμμα γερτό
Μα πες μου δα, μα πες μου ποιητή
Δε γνώριζες, δε γνώριζα, και γιάντα πάντα πλάθεις
Γιατί ρε φίλε νοητέ, παράμερα μου στέκεις
Γιατί στα αλήθεια με πονείς, γιατί με συμβουλεύεις
Γιατί δε σβήνεις απ’ τη ζωή, γιατί για πάντα γράφεις

Φωνή/Ποιητή

Είμαι εγώ ο ποιητής και στέκω απ’ Ομήρου
Είμαι εγώ, το δάκρυ που κυλά, που σταματά και πάλι
Είμαι εγώ που πάλι κρυφά και φανερά σου στέκω
Μα βλέπεις τυφλό με θέλουνε, για της ψυχής τα μύρια
Είμ' εγώ που και τολμώ στα μάτια τα δικά σου
Κι ακλουθώ τη μοναξιά, κι ακλουθώ με πείσμα
Εσένα βρήκα όμορφη μια μέρα στο λιοφύτη
Πουλάκια πέταγαν παντού κι ο ήλιος σκαλωμένος
Νιος, μα νιος σου μίλησε, γιος, ο Σγουροστάφυλος

Σγουροστάφυλος/Αρχαιολόγος

Νερό που πίνουν τα πουλιά, σύκο που το βυζαίνουν
Κοιτάτε όμορφη εμιλιά, γλυκιά ’ναι σαν το μέλι
Κι όμορφη, Λυγερόκορμη που βρέθηκε εμπρός μου
Ξυπόλυτη, μακρύ το φόρεμα, το πόδι το χαϊδεύει
Τα μάγουλα, τα τσίνορα, τα μάτια, η εμιλιά της
Πες μου γλυκιά μου εμιλιά, ποιο είναι τ' όνομά σου

Κόρη της Ελεύθερνας/Λυγερόκορμη

Κοίτα Σγουροστάφυλε, στα όρη τους βοσκούς μας
Δρυάδες, δρυάδες, μες στην άγρια ομορφιά, που μόνο καρτεράνε
Και τα λουλούδια, λουλούδια, λουλούδι μου να σε μυρίσω
Σαν τρέχεις ολόγυρα, με τα χρυσά σου τα φτερά, Θεά μου

Θεά μου είναι η Μέλισσα, χρυσή Θεά, χρυσόμελι
Και σεργιανάω την όμορφη πόλη, σαν είμαι χάδι της
Κι έπειτα το κέντημα στο φόρεμα μου, αραχνοϋφαντο
Και τα μαλλιά μου τα σγουρά, απαλά χαϊδεύει ο άνεμος
Είμαι η κόρη της Ελεύθερνας, έπρεπε να το κατέχεις
Είμαι εδώ στα χέρια σας, χρόνια κρυμμένη σε σπηλιάρι
Περίμενα, περίμενα ώσπου, μα ποιος είσαι Σγουροστάφυλε
Μ’ άγγιξες μου φαίνεται, κι αμέσως φως, κι αγέρας
Εικόνες με δεντρά, ελιές, λουλούδια, μέλισσες, μελισσάκι μου
Να κι ο Λιγαρές, κι ανθρώποι, κι απ’ το χωριό μου η Πλατεία
Σ' άκουγα Σγουροστάφυλε, μες το βαθύ τον ύπνο μου
Με ’κείνο, τ’ αέρινο χέρι, ανάλαφρο, φυσά απ’ της Μαδάρες
Και μου κτυπά, να μου κτυπάν, ν’ ανοίξω παραθύρι
Γλυκά μου ψιθυρίζεις
Κι εγώ από τον ύπνο το βαθύ, καιρός ν’ αποταυρίσω

Να ’μαι στο φως στα μάτια σας, Ίδια, η Λυγερόκορμη
Είμαι η Κόρη της Ελεύθερνας, και της Πλατείας μυστικό
Βρήκα την εμιλιά μου, μα η δικιά σας, μες τη σιωπή
Εδώ πιο κάτω, απ' το νέο σπίτι κι άλλα μωρά αβάπτιστα
Ιστορίες, μες τις φασκιές, με δάκρυ τυλιγμένες
Μα εσείς τη μοναξιά μου την καλή, αιώνων ανακαλείτε
Παράπονα, παράπονο, άλλο απ’ τη μοναξιά μου, πράμα
Ευχαριστώ σε Σγουροστάφυλε, κι όλα τα Χωριανάκια
Κι όλους εσάς που η μοναξιά, το βλέμμα, το ταξίδι
Με φως, το βλέπω φως, χρυσόμελο, Θεά η Μέλισσά μου
Και την ασπίδα περήφανη, που με φυλάσσει απ’ έχτρες

Καλό ταξίδι να ’χουμε, Θεά μου, Μέλισσά μου 
Στα πέρατα του κόσμου
Με φόρτωμα τη ρίγανη, φασκόμηλο, χαμόμηλο
Νερό απ’ αρολίθους, κι ελιές μας οι αιωνόβιες 
Ροδιές και πικροδάφνες 
Και χαρουπιές - τις μυγδαλιές να μη ξεχάσω

Μα ως ειν ψηλά περήφανος ο Ψηλορείτης
Περήφανη,στεφανωμένη η Δόξα μας.


Kostis nil - Κόρη της Ελεύθερνας - Ιούνης 2016

8 Ιουνίου 2016

@ ΑΜΙΛΗΤΑ ΝΕΡΑ

*Ανέκδοτο έργο/σε τρία μέρη/απόσπασμα Α! μέρους
         
@ΑΜΙΛΗΤΑ ΝΕΡΑ  -  ΤΗΣ ΜΟΙΡΑΣ
                 
Δεν νόγαγα ετούτο το ταξίδι, σκέψου, φεύγοντας
Πουλί ξεπετασάρικο απ’ αγαπημένα μέρη
Ξέρεις πως νιώθω
Βλέποντας στο δρόμο νεκρούς να μ’ αποχαιρετούν
Μια ανθισμένη αμυγδαλιά
Και κάτω δεμένο εν’ ασπρόμαυρο γουρούνι
Δε δάκρυσες, πόσο υποφέρεις
Μα φανερά με στέρησε ο παρήγορος λόγος
Δρόμος μακρύς ώσπου ήρθε η ώρα
Στιγμή, τη στιγμή στάζοντας ο ιδρώτας ποτάμι
Ξεράθηκε κι εκείνο, κάτω απ’ τον πυρακτωμένο ήλιο
                            *
Δεν νόγαγα μα θες τον πόνο, παιδί ξυπόλυτο, με χίλια αγκάθια
Καρφωμένα σε μαύρο δάκρυ, που τώρα ανθίζουν την μνήμη
Σαν όλα ανακατεύει ένας αγέρας μπάτης
Ξέμπαρκος κι εκείνος κι όταν θυμάται μοιρολογεί
Με θυμάται ακόμα
Όταν, σ’ εκείνο το σκοτεινό φεγγάρι γεμάτο νερό
Ένα μωρό μες στην άγρια νύχτα, λάθρεψε απ’ την κούνια
Μπουσουλώντας προσπέρασε όπως σε μύθο
Άκουσε παράξενους ψιθύρους· το ’νιωσε με τσίμπημα στο μάγουλο
Με μιας έστριψε η υδρόγειος, σίμωσε σ’ ένα αποσβησμένο λύχνο
                         *   
Μετά ο καιρός που κατατρώει τις έγνοιες, προπαντός
Μ’ εκείνο το μωρό που με λαχτάρα άνοιξε τα φτερά του
Πέταξε τη σάκα στον ώμο, σαν ήρθε η πρώτη μέρα στο σχολείο
Με χάρη, πετώντας προσπέρασε την Ανδρομέδα, ώσπου
Κύλησαν από εκεί ψηλά, νερά βασανισμένα
Μη ρωτώντας για όσα έμελε, της μοίρας, στιγμών
Το γίνωμα αμέτρητων καρπών, το καθρέφτισμα φυλλωσιών
Καιρό τον καιρό, δέχεται σταυρωτά συμφορές η γης
Και κάθε θαύμα
Βρέξει και ξαναβρέξει, ποτίσουν ρίζες οι ελιές
Γυρίσουν μύλο οι εποχές και μ’ ανταμώσουν
                        *   
Κι ένα βιος, κτυπώντας επίμονα το τύμπανο ο γύφτος
Κάλεσε ανύποπτα ένα σμάρι παιδιά, σε κύκλο νοητό
Άλλαξε ο χορός της μαϊμούς, πιάνοντας στον αέρα μια μπανάνα
Με πλάγια βήματα προσπάθησε όσο, διπλά κάλυψε το κώλο της
Χόρεψε για λίγο στριφτάρια, μετά περπάτησαν κάτω στην όχθη
Πέρα απ’ τη σκόνη του κόσμου, πέρα ’κει στο σκουπιδότοπο
Μετρώντας και ξανά μετρώντας τα ορφανά σχέδια τους
Που δεν ήταν, παρά λίγα ψιλά και δυο, τρία αυγά, κολλημένα στ’ άχυρο
Εκεί στο πουθενά, από συντριβή τους προστάτεψε ο ουρανός ανεπίσημα
Εκεί πιο κάτω, κτυπώντας τη λήξη το τύμπανο· έβαλαν φωτιά                                 
Φτάνει πια! ήταν ο δεύτερος κτύπος, μια φούγκα ελευθερίας
Έτσι απλά, βιος, διάβα, μαρτύριο
Τώρα θυμήθηκα, σ’ άκουσα βουβά να κλαις
Τραβώντας τις μύξες σου, σ’ άγνωστα μέρη, αφιλόξενους ανέμους
                         *    
Κι ένα φορτηγό κινήθηκε όπως μια μαχαιριά, στεγνή από αίμα
Κοντοστάθηκε στην πέτρινη καμάρα, σφραγίζοντας τον αέρα
Κι απ’ το καρπό ένα αόρατο χέρι, βάναυσα, χωρίς παραίνεση
Σήκωσε την πίσω πόρτα, δένοντας μ’ αλυσίδες τις ελπίδες μου
Παράφορα, εκτέλεσε υπάκουα την κάθε χάρη κι ήταν ζήτημα χρόνου
Φόρτωσε ένα τραπέζι, τρεις καρέκλες, μα που οι πρεφαδόροι
Αυτό το αδέξιο χέρι, θυσίασε το ’να τακούνι του μπαούλου
Μια ντουλάπα σύρθηκε, μια βαλίτσα πετάχτηκε στον αέρα
Τα πικραμένα χείλη δαγκώθηκαν ανεπίσημα, αίμα που θάφτηκε  
Αφήνοντας ξωπίσω πάλι ένα σμάρι, ανήπλυτα παιδιά, αμίλητα
Πίσω μ’ αναμνήσεις, καθώς μαζευόμαστε στην καμάρα του Κουγίτη
Ήταν κλεψύδρα του χρόνου, ασυνέχειας εικόνων π’ ορφάνευσαν
Μα προπαντός προγόνων, όσοι απέμειναν κι όσοι μαχαίρια ακονισμένα
Με καμάρι έτοιμα στη φωτιά· έτοιμα λάμπουν κοιτώντας κατάματα τον θάνατο
Πλούσια καρφωμένα γιορτάζουν τη ζωή, με χορούς μέσα στα σπίτια τους
                         *
Κι ο δρόμος, αργός όσο ένας θάνατος που πάντα καραδοκεί
Περνώντας και χαιρετώντας τη λαγκαδιά με χαμένες ελπίδες
Τις ελιές, κάποιες καρυδιές, δρυάδες, δρυάδες, δρυάδες μου
Με τ’ αεράκι, θροΐζουν χαιρετώντας κι αποχαιρετώντας με
Ένα αεράκι ατέλειωτο και τόσο ελαφρύ που μύριζε φασκόμηλο
Κτυπούσε το πρόσωπο μου, καίγοντας μου, δάκρυ το κεντημένο
Το φως ενός πρωινού σχεδιασμένο, πάνω στ’ αγριολούλουδα
Πώς να ξεχάσω, ρίξτε μια τουφεκιά ψηλά στα όρη, ν’ αντηχήσει
Απαρηγόρητα, για ενός παιδιού ψυχή, ψυχή μου πάντα ξεμένω
Χαιρέτα και μην ξεχάσεις καμιά πληγή, μην ξεχάσεις αποχωρώντας
Παιδικά όνειρα, παγωμένες νύχτες, έναστρες γλυκές στιγμές
Μασώντας μελιού κερί κι ολόφωτα πρωινά, γλάκιο στην κάτω βρύση
Τυραννώντας τις κοπανίδες στο ποταμό, που λεύτερες σε παραζάλη
Ώσπου το γιόμα, μυρίσουν τηγανιτές πατάτες ή τηγανίτες πετιμέζι
Μέχρι αποσπερίτης
Και τους νεκρούς παππούδες καθώς αποχωρούν
Μοιάζουν νησάκια αρματωμένα που πλέουν, φορώντας τα καλά τους
Συνοδευόμενοι, τους συνοδεύουν χρυσά εξαπτέρυγα και πλήθος μνήμες
Και συ· με νεκρική σιγή συνόδευσες αμίλητο νερό που έθρεψες, πόνεσες
Θάφτηκες μαζί στα ιερά, διπλός δεμένος κόμπος, βαθιά στα χώματα
Αμίλητο νερό γέμισες τους αρολίθους· στάλα, στάλα αποστάλαξες άγιο μύρο
Ξαπόστασες στο διάβα πίνοντάς το, με την κρυφή σου την αγάπη
Κρυφή σαν παραμύθι 
                              *
Στο νέο τόπο, σ’ άλλη εποχή, μ’ άλλη γλώσσα· ποιος να μαντέψει
Συστήθηκα βουβά, τρώγοντας τυρόπιτα έξω από φούρνο
Αμήχανα για λίγο έριχνα τα ψίχουλα στο πεζοδρόμι, για δες
Τόσο θλιμμένο πρόσωπο, πρόσωπο μου δε σ’ αναγνωρίζω
Στη δεύτερη  μπουκιά έβηξα, έφτυσα άσεμνα κι αυτό το στόμα
Ήτανε σύσταση, γνωριμία μιας πόλης, της πόλη μου, κι ας είναι
Ο παλιός ο κόσμος φάνταζε, ακολουθώντας πιστά το δρόμο του
Των μυρμηγκιών ολούθε μια πορεία, να φεύγουν, να ’ρχονται
Σα σκιάχτρο οστρακιάς, μια σκηνή πηγάζει άγνωστο πως
Βασανισμένος χάρτης, σιγοσταλιά της ιστορίας, ξεκλήρισμα
Μια σκηνή αργά κινείται, αυστηρά μας παρατηρεί, εικόνες
Γέμισαν τρένα, πλοία· παλιά λεωφορεία κατηφορίζουν από χωριά
Η ίδια σκηνή παντού, κάτι να φέξει, ενός τόπου μύρια
Αφήνοντας πίσω τόπους μακρινούς, μπροστά στο διάβα μας· το πέλαγος
                         *
Κλείστηκαν όλα ως φαίνεται, σ’ ένα περίπτερο που μπάζει
Ανάμεσα σε σοκολάτες λιωσμένες και δεκάδες πολύχρωμες
Συσκευασίες που μόστραραν απαρηγόρητα σ’ όλους εκείνους
Σε μένα ποια παρηγοριά, με ποια διάθεση εικονογραφημένη     
Κάπως έτσι κρατούσα ένα καθρεφτάκι από σπασμένο τζάμι
Μια που δεν περπατάνε οι ώρες έτσι τυχαία στην πρώιμη εφηβεία
Κοιτούσα κι ότι έβλεπα, όπως μαύρα τα μάτια μου, μαύρα πουλιά
Παρατηρούσα τον άλλον, εντελώς τυχαία, σφιγμένο στομάχι μου
Ποτέ καμία μαρτυρία δεν υπέγραψα, ποτέ αμίλητο νερό, να εξομολογηθώ
Δεν είπα λέξη, καμιά κρίση, πάλι αμίλητο νερό που στέκει έτσι σαν όνειρο
Απαρατήρητο, απαρηγόρητα στη μέση του πουθενά σταυρωμένο
Εκείνου του δρόμου, με μόνο περαστικούς ακούγοντας βήματα, καρφιά
Μασώντας ως συνήθως τσίχλα και τσίχλες, μιας τόσο διάσημης μάρκας
Μιας αηδίας, με τον ήλιο ψηλά κατακούτελα να τιμονεύει
                              *
Είχα εκείνη τη μηχανή που έκανε στροφές, δε θα ξεχάσω
Με σπρέι ζωγράφιζα πάνω σε σάπιους τοίχους, γκαζιές, συνθήματα
Σαν έβγαινε πρωί αυτός ο ήλιος, απόξενος, αμάτιστος
Με παρατηρούσε απρόσκλητα στα ερείπια εκείνου του τοίχου
Άγια μου πόλη, αμέριστη στον πυρετό, στην πίκλα, αγιογράφιτη
Έδρα, φτωχό μου κράσπεδο, με ’κείνα τα πεζοδρόμια κατάφωρα
Μπάζει απ’ όλες τις πλευρές, σταλαγματιές με πύο
Εικόνα πάλι πρωτόλεια, εικόνα σφάχτης, κατάμαυρη
Εκείνη η πίστη σαν Παναγιά, μια άγια πίστη, φορτίο ασήκωτο
Θυμάμαι, γιαγιάς το φόρτωμα σ’ εκείνο το στρατί π’ ανέβαινε, ανέβαινε
Ελάχιστο σαν φάδι· κόρη του ματιού να το λειαίνεις, να σβήνει σαν κουκκίδα
Πάντα σαν ιστορία αμίλητη, πάντα σαν απορία· με συνοδεύει πόνος
Φτώχεια καλή περνοδιαβαίνει, ποιος θα το πίστευε τραπέζι άδειο
Θα ’λεγες · φτώχεια της γης ορφανεμένη, πως να κρυφτείς απ’ τη ντροπή
Ποιος ο λακές, να που, ξεδιάντροπα ξεπροβοδίζει, σκελετωμένο πτώμα
Αλήθεια, μ’ εκείνη τη μοναδική διάθεση, κάνει την βρώμικη δουλειά…

Kostis nil - @Αμίλητα νερά - της Μοίρας - Φλεβάρης/Μάης 2016



 @ΑΜΙΛΗΤΑ ΝΕΡΑ  - Οδυσσέας

Συνάντησα τον Οδυσσέα, χιλιάδες χρόνια ταξιδεύω
Με σένα λογόφερα, με σένα θα θυμηθούμε τούτη τη γη
Μα τη πίστη να μνώξω, δεν ήθελα να συναντήσω πόνο
Πώς ν’ αποφύγω ανέμου μελαγχολία π’ αλλοίμονο
Να πάρω μορφή, μεταμορφώνομαι σε τέρας, για κοίτα με
Ο φόβος έκανε αργές κινήσεις, σαν τα νερά παλίρροιας
Που δοκιμάζει αντοχές, ώσπου με ’κείνα τα σκοτίδια
Της παιδικής ψυχής, μέχρι η ζωή να τεντωθεί να γίνει τόξο
Άλλαξα τώρα ρυθμό να δεις τι άλλο θυμήθηκα, π’ άξιζε
Η φλυαρία μ' έζωσε γι αυτό ησύχασε, πώς να προλάβεις
Πολλά τα τρένα, ποιο ήταν σαν προηγούμενο, ποτέ δε θα σε φτάσω
Πολλά τα προηγούμενα που τρέχουν, τρέχουν και προσπερνούν
Το αποτύπωμα μου ένα σημείο που χάνεται στη μνήμη
Αλλάζεις παίρνεις μορφή σε ηλεκτρονική σελίδα, άψυχα μου
Μου 'στειλες το μήνυμα σου, μα πρόδωσες το αμίλητο νερό
Πρόδωσα τη γραφή, έτσι η ψυχή, άνθος πώς να μυρίσεις
Τρέχω να ζωγραφίσω γύρω μου, κοίταξέ με, πώς να προλάβω
Ένα μολύβι χρειάζεται και μια ζεστή καρδιά, να γαντζωθεί
Άλλως, καλώδια είναι για μπαταρίες εντατικών τα ρέστα
Οπότε, άστα, άφησε τα, στην άκρη της ημέρας ίσως με θυμηθείς...

Kostis nil - Οδυσσέας, Άνεμος πρώτος - Άνοιξη 17



@ΑΜΙΛΗΤΑ ΝΕΡΑ  - Λέξη φτωχή

Δεν νόγαγα την άλλη λέξη, φτωχή που κόντεψα μες στην αλμύρα
Μες στο μακρύ ταξίδι, που δε βγορίζει, δε δείχνει ένα σημάδι
Τι έσωσα ή ζώστηκα, κρυφά στα στήθη μου, ποιος να μαντέψει
Και τώρα αργά αναθυμάμαι, σαν σε κοιτάζω άνεμε μου
Αμίλητο νερό, τρεχούμενο, σκιασμένο από φως του ήλιου
Μα δροσερό, μου πήρες όρκο. Αν είσαι παλικάρι μου ’πες…
Σαν ήρθε εκείνη η μέρα ήτανε που, να, νόμισα είχα ελπίδες
Στη μέση της διαδρομής, κρατώντας βαρύ, διαμάντι μου ολόσφιχτα
Με υψωμένη τη λαλιά, λόγου ενός, συνήθεια, τρελά να φτερουγίζω
Μ’ εσένα δίπλα, ποτέ μου δε φοβήθηκα, μικρό κορίτσι, αγάπη μου
Περπάτησα θυμάμαι, μες στη νυχτιά, μα φώναζα, ξεφώνιζα

Ακούω γοργά το κύμα, μες την αγρύπνια δεν αρναίει
Σαν όνειρο, μόνη η λέξη η φτωχή, κρυφά καρδιοχτυπά
Σιώπησε πως, σιωπή ο καιρός. Ώσπου ν’ αντέξει, πόσο
Εκείνη ξάφνου, τόλμησε να τρέξει, ψηλά κρατώντας ένα πανί
Στο κόσμο π’ ανεμίζει
Εσύ την πλήρωσες την ακριβή σου χάρη, λέξη φτωχή
Διαμάντι μου, καμάρι
Τραχιά στο δρόμο, εκεί ξεσπαθωμένη, στη μέση πρόβαλες
Εκεί πως ν’ αποκάμεις Θέ μου!
Εκεί μια σφαίρα σφύριξε, μια σφαίρα, αποτόλμησε στο λαμπερό κορμί σου

Μαύρα εκείνα τα σκυλιά, τραχιά στην άγρια όψη
Στην όμορφη ψυχή, την όψιμη, την έπεσαν στη λέξη τη φτωχή
Μπαμπέσικα, χαζό ’παιζαν, γιατί ’ναι άτιμοι από γεννησιμιού
Ανοίξτε δρόμο, πέρα ο δρόμος μου. Εκεί ημέρα, σε μένα τραγουδεί

Kostis nil - Άνεμος δεύτερος - Λέξη φτωχή – Ιούνης 20017



@ΑΜΙΛΗΤΑ ΝΕΡΑ  - Σώμα μου

Σήμερα θέλω να χορέψω ένα χορό, άστα, αστεία σκέψη
Έβαλα πόδια μου διάταξη, σχήμα, έτσι που είχαν χρόνια
Να λαχταρίσω για σένα ζωή, είπα, μία φορά αξίζεις
Κατάλαβέ με, πως ν’ αποφύγεις θέλημα μου, μα το φιλότιμο
Που ’ναι αστείο, κάτι θα σου θυμίσω, σώμα μου απείρως ανάγωγο
Μάτια μου βλέποντάς με, μωρό ακόμα, μια κουδουνίστρα να κρατώ
Κι ας η αρχή, κάτι σαν τριά λα λα, αυτό είμαι κι ας δε θυμάσαι
Τραγούδι, νανούρισμα γλυκό, κελάρυσμα έξω στη πέτρα της αυλής

Εγώ ως σώμα, κιτρινισμένο ύφασμα, μ’ ανοιχτή παλάμη
Ψάχνοντας αγκάθι που, τόπους για να κρυφτεί, κρανίο μου
Χυτό κορμί αλάβαστρο, τώρα που με χορεύεις ένα βήμα μπρος
Σαν ήρθε η στιγμή, λίγο κρασί στα χείλη, καπνός που να με πνίξει
Χρυσά νομίσματα μια χούφτα, κόρες των αματιών, χαρίσματά μου
Μα τι να πρωτοθυμηθώ, που να στραφώ, ποια στάση άγαλμα μου
Στέκεις σαν θησαυρός, τώρα που ήρθε η ώρα να παίξουμε κουτσό

Kostis nil - Σώμα μου – Σεπτέμβρης 2017



@ΑΜΙΛΗΤΑ ΝΕΡΑ - Μικρή μου αγάπη, χώρα


Λόγιασα του λόγου μου τη στράτα, κατσίγαρος να βρέχει
Μες το σακίδιο η ακριβή ψυχή, η διαμαντένια ζωή, παρέα
Κι οι οχτώ ανέμοι πάνω στους πάγους, κυοφορούν
Το χτεσινό μαντάτο, πραμάτεια διαλάλησε, πέρα σε μέρη
Ακούνητος σε 'κείνη την ελαιογραφία, δεν είχα παπούτσι να φορέσω
Κάπου να φαίνεται σημάδι, κάπου, μικρή μου αγάπη, χώρα
Δεν έχω φωνή, μπροστά σε μακρινό ταξίδι, σε ύψη παγωμένα
Μόνο μαντίλι π' ανεμίζει, ακούραστη ψυχή, μικρή μου χώρα
Χτύπα, για χτύπα, με τα χέρια σου, αέρας που σφαδάζει
Άλλαξαν οι άνεμοι στροφές, τα τόσα αγκάθια τα φαρμακερά
Λεπτές γραμμές, ξανάστροφα τα μάτια μου, δε σας προσέχω
Με την ελπίδα των ονείρων μου, αγνάντι, εσένα κόρη, χώρα μου
Να σε γητέψει ο ουρανός, δωσ' μου κουράγιο, δωσ' μου

Kostis nil - άνεμος τρίτος - Οκτώβρης 2017


@ΑΜΙΛΗΤΑ ΝΕΡΑ  - Μικρή μου κόρη, Χώρα μου

Στο ρεύμα της φωνής σου, σαν αποκάμει απ’ έχτρες
Τι έχω να συναντήσω, εξόν από πόθους, τι έχω
Με σκέψεις γλυκιές κι αναμνήσεις για τις αγάπες μου
Μικρή μου κόρη, μικρή μου χώρα να γιορτάσω, σώμα μου
Με μια κραυγή από 'δω, σ’ αντίλαλο, στ’ απόκρημνα βουνά
Κι ας έμεινα αγριολούλουδο στο χώμα, εσύ να με φροντίσεις
Με το γλυκό το κάλεσμα, αγάπες μου να κυματίζω

Έτσι μια μέρα με τη φροντίδα του ήλιου π’ ανατέλλει
Μια ηλιαχτίδα χοροπηδά πάνω σε τούτη την κοιλάδα
Και μια τριήρης θαρρώ, με θόρυβο σαν σκίζει τα νερά
Θα ταξιδέψω μιλώντας, σιγοτραγουδώντας τ’ όνομα σας
Δε θα ξεμείνω από κάλεσμα, σιγά πάλι για να ψελλίσω
Στο παραθύρι σαν ήσαστε μικρές, σ’ εκείνο το παιγνίδι
Δυο λόγια έλυσαν, σαν ήρθε καιρός για να βρεθούμε
Το είπαν, το τραγούδησαν θαρρώ, ακούστηκε, ακούστηκε
Αβάντα, αβάντα, αβάντα, το πόσο καρτερώ

Kostis nil - άνεμος τέταρτος - Γενάρης 2018


@ΑΜΙΛΗΤΑ ΝΕΡΑ  - Λουλούδι στο χιονιά

Ένα ταξίδι μ’ έφερε σε μέρη, όπου, λουλούδι στο χιονιά
Ένα τραγούδι του χρόνου, ωσάν αργά μυλόπετρες φιλιούνται
Σε τόπους γειτονιά μου, πού άλλοτε μικρός στην αγκαλιά σου
Τώρα από ψηλά, κοιτάσουν τα κουρασμένα όνειρα
Εκεί, πού ουρανός ν' ανοίξει τις πηγές, σε πια πουλιά
Πού οι ευχές, ξεστάχιασαν τα χόρτα στα μνήματα της λήθης 
Στο δρόμο τ' αγεριού, το ξέρω, δεν έμεινε καντήλι αναμμένο
Κι ας άπλωσα το χέρι, μια κίνηση σώμα και σμίλη, ζητιάνος 
Ατάραχη μέρα, ασπρόμαυρη, φως γεμάτο σκιές ν’ ακολουθεί
Με γερασμένο χρόνο στους λεπτοδείχτες, πίσω πώς να γυρίσω
Όλα σ’ κείνο το χορό, σ’ εκείνη τη βροχή, το δισταγμό, τη σκόνη

Kostis nik - Άνεμος πέμπτος - Θλίψη – Γενάρης 2018




@ΑΜΙΛΗΤΑ ΝΕΡΑ  - Ο δρόμος με τα δώρα

Ήρθες απ’ το δρόμο που φέρνουν δώρα, από ’κει
Με παρηγόρια, μαραμένοι άνθρωποι να σιγοκαίουν
Κουβαλούσαν ιστορίες κι έδειχναν κάπως φοβισμένοι
Ήταν ξυπόλυτοι, λασπωμένοι, αφάωτοι σου λέω
Με το λεπτό τον ψίθυρο, τα στήθη πάλλονταν φυλακισμένα
Και μια γλυκιά φωνή, τα φτώχη τους, που όριζε τη θλίψη
Να σταματήσω να σιγοτραγουδώ, βάσανα μου, ως πότε
Με 'να λυγμό, για τους ανθρώπους, είπες για τη ζωή 
είπες για το Θεό, με 'κείνους τους βαρβάρους
Ως είμαι ο γιόφυρος και κάτω γάργαρο νερό, π' αστράφτη
Σας τραγουδώ, δε σταματάτε, πιο κάτω θα συναντηθούμε
Πουλί ξεπετασάρικο, πουλί λεγάμενο, καιρός για να πετάξεις

Kostis nil - Ξυπόλυτοι, λασπωμένοι, αφάωτοι – Γενάρης 2018



@ΑΜΙΛΗΤΑ ΝΕΡΑ  - Παράξενα κορίτσια

Σήμερα κιόλας, ένα οδοιπορικό σου βγάζω το καπέλο τύραννε 
Οι τόποι άπονοι, οι τόποι λεροί, πλατείες βουλισμένες
Κορίτσι βάφει, ξεβάφει, καυτά τα χείλη, στολίζει τ' όνειρα του
Μια κούκλα, πάνω σε τεντωμένο σκηνή, παράξενε ακροβάτη
Αστραπιαία το μικρό ποτάμι ακολούθησε, το δίκαιο χάρτη
Πάλι στα σύνορα, στα άκρα σύνορα σου, εκεί ετάφης
Εκεί έδωσα ραντεβού, εκτός ονείρου, εκεί ομπρέλα τ' ανέμου
Αγκάθινο στεφάνι, μάτωσες κι άλλο, πληθαίνουν οι χαρακιές
Στο χάρτη του κορμιού σου, εσώτερα πελάγη, ξεχειλίζουν
Πικραμύγδαλο, νεκρά τα άνθη, πάνω στο γυμνό φέρετρο σου
Εκείνο που θαύμασα, δάκρυ να κόβεσαι, μη μαρτυράς
Δωσ' μου τη δύναμη, κάνε την πρωινή σου προσευχή


Kostis nil – Παράξενα κορίτσια -  Οκτώβρης 2017


@ΑΜΙΛΗΤΑ ΝΕΡΑ  - Φυλαχτό μου

Βγες έξω κόψε ένα λουλούδι, πρωί μην το σκεφτείς
Σήμερα μόλις ξημέρωνε, σ' ένα κλαδάκι το κοτσύφι
Δεν είναι η χώρα μου, άδεια χέρια, δίχως τα στήθη
Δίχως τα τείχη
Αν κλάψω, αν τραγούδι το κλάμα, παρηγόρια
Να τραγουδήσω αγριολούλουδο, με συμφωνία
Όπως εκείνο το κοτσύφι
Σ’ αυτή τη χώρα μην περιμένεις, άσε να το σφυρίξω
Μην το πιστέψεις δεν είμαι ’γω, δεν είσαι εσύ
Φωτογραφία άτυπη, με 'κείνα τα σκαλώματα, δες με
Μη το σκεφτείς, πάρε των αματιών, μέχρι να καμαρώσω
Περήφανος στο περιβόλι μας, με τους λεμονανθούς
Μύρισε κι η θάλασσα, βάρκα, και 'γω πάνω στο κύμα
Θ’ ανημένω φυλαχτό μου, τα γράμματα σου, θ’ ανημένω

Kostis nil - Φυλαχτό μου - Γενάρης 2018